θρηνῳδῶ

θρηνῳδῶ
θρηνῳδέω
sing a dirge over
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
θρηνῳδέω
sing a dirge over
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
θρηνῳδός
one who sings a dirge
masc/fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θρηνωδώ — (ΑΜ θρηνῳδῶ, έω) [θρηνωδός] θρηνολογώ, μοιρολογώ …   Dictionary of Greek

  • θρηνωδώ — ησα, θρηνολογώ, μοιρολογώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρηνώ — (ΑΜ θρηνῶ) 1. κλαίω, θρηνολογώ μοιρολογώ 2. μοιρολογώ κάποιον, τόν κλαίω («θρηνεί τους γονείς του») αρχ. θρηνωδώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος. ΠΑΡ. αρχ. θρήνημα, θρηνήσιμος, θρηνητήρ, θρηνητής, θρηνητός, θρηνήτωρ μσν. θρηνίζω. ΣΥΝΘ. αρχ. αναθρηνώ,… …   Dictionary of Greek

  • θρηνώδημα — θρηνῴδημα, τὸ (Α) [θρηνωδώ] θρήνος, μοιρολόγι …   Dictionary of Greek

  • μυρωδώ — μυρωδῷ, έω (Α) [μυρώδης] μοιρολογώ, θρηνωδώ …   Dictionary of Greek

  • περιμύρομαι — Α θρηνωδώ γύρω από κάτι («ἐρημαίην περιμύρεται ἀμφὶ καλιήν... ἀηδών», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μύρομαι «κλαίω, θρηνώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”